- συνδετικός
- -ή, -ό / συνδετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συνδέω]1. αυτός που χρησιμεύει στη σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή ο κατάλληλος για την παραπάνω σύνδεση (α. «συνδετικός ιστός» β. «νεῡρα συνδετικά», Γαλ.)2. γραμμ. συμπλεκτικόςνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το συνδετικό(ενν. ρήμα) ρήμα το οποίο συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο τής προτάσεως, όπως λ.χ. είναι το ἐστὶ τής αρχαίας και το είναι τής νεοελληνικής2. φρ. α) «συνδετικά υλικά» — ουσίες, φυσικές ή συνθετικές, ικανές να συγκρατούν διάφορα υλικά ενωμένα μεταξύ τους με επιφανειακή συνάφεια, όπως είναι λ.χ. η άσφαλτος, το τσιμέντο, οι διάφορες κόλλες, οι ρητίνες, το κερί, οι ξυλόπισσες κ.ά.β) «συνδετικός ιστός»i) ζωολ. κάθε ιστός τού σώματος ενός ζώου, ο οποίος είτε διατηρεί τη μορφή τού σώματος και τό στηρίζει, είτε στηρίζει ή συνδέει τους άλλους ιστούς τού οργανισμούii) ανατ. ετερογενής ομάδα ιστών οι οποίοι αποτελούνται από θεμέλια ουσία που περιέχει ίνες και κύτταρα διαφόρων τύπων, προέρχονται από το μεσέγχυμα, και έχουν ως γενική λειτουργία τους τη διατήρηση τής δομικής ακεραιότητας τών οργάνων και διασφάλιση τής συνοχής και εσωτερικής στήριξης τού σώματος ως συνόλουγ) «συνδετική ράβδος»ναυτ. ο συνδέτηςαρχ.το ουδ. ως ουσ. ο ενωτικός δεσμός.επίρρ...συνδετικῶς Αμε σύνδεση, με ένωση.
Dictionary of Greek. 2013.